- κυφαγωγος
- κυφαγωγόςκῡφ-ᾰγωγόςadj. держащий голову вниз, с опущенной головой
(ἵππος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἵππος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κυφαγωγός — κυφαγωγός, όν (Α) φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππ αγωγός, χαλιν αγωγός] … Dictionary of Greek
κυφαγωγότερος — κυφαγωγός masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφαγωγώ — κυφαγωγῶ, έω (Α) [κυφαγωγός] (για ίππο) έχω τον αυχένα κυρτό, περπατώ σκυφτά … Dictionary of Greek